ΣτΕ 1436/2016 [Αναιτιολόγητη άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης]
Περίληψη
-Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, και ιδίως από τις γνωμοδοτήσεις του ΣΧΟΠ και τις αντίστοιχες εισηγήσεις ενώπιον του οργάνου αυτού, η Διοίκηση εχώρησε στην επίδικη τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου με τη μη νόμιμη αντίληψη ότι, εφ’ όσον το επίμαχο Ο.Τ. δεν κατέστη κοινόχρηστο κατά τις διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 1337/83, η ίδια υποχρέούτο να άρει τη ρυμοτομική απαλλοτρίωση σε συμμόρφωση προς την 1107/2001 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με τα δεδομένα όμως αυτά η αιτιολογία της προσβαλλομένης δεν είναι νόμιμη διότι η Διοίκηση παρέλειψε να αξιολογήσει, ως όφειλε, τα ειδικά μορφολογικά χαρακτηριστικά, τόσο του επίδικου Ο.Τ. όσο και της περιοχής, στην οποία εντάσσεται αυτό, κυρίως λόγω των έντονων, μέχρι 40%, κλίσεων και της άμεσης γειτνίασής του με δασική περιοχή, όπως κρίθηκε και με την 2590/1992 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, και να εξετάσει αν τυχόν συντρέχουν λόγοι που δεν επιτρέπουν την δόμηση του Ο.Τ. αυτού εν όψει της θέσεως και των μορφολογικών χαρακτηριστικών του και να αιτιολογήσει ειδικώς τη σχετική κρίση της, εξετάζοντας και το ενδεχόμενο να εξαιρεθεί το ανωτέρω Ο.Τ. από το ρυμοτομικό σχέδιο.
Πρόεδρος: Ν. Ρόζος
Εισηγητής: Θ. Αραβάνης
Βασικές σκέψεις
- Επειδή, με την αίτηση αυτή, όπως συμπληρώνεται με το από 25.10.2007 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της αποφάσεως 7577/443/4.4.2007 του Νομάρχη Αθηνών (Δ΄ 265/22.6.2007), με την οποία τροποποιήθηκε το ρυμοτομικό σχέδιο του Δήμου Ψυχικού στο Ο.Τ. 137, σε συμμόρφωση προς την 1107/2001 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την προσβαλλόμενη πράξη αποφασίσθηκε η άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, που είχε επιβληθεί στο εν λόγω Ο.Τ., και η μετατροπή του από κοινόχρηστο χώρο πρασίνου σε οικοδομήσιμο και καθορίσθηκαν όροι δομήσεως αυτού.
- Επειδή, η εταιρεία «Ξενοδοχειακαί–Τουριστικαί–Οικοδομικαί και Λατομικαί Επιχειρήσεις Ο ΚΕΚΡΟΨ Α.Ε», η οποία φέρεται ως κυρία ακινήτων στο επίμαχο Ο.Τ., με προφανές έννομο συμφέρον παρεμβαίνει υπέρ της διατήρησης της προσβαλλόμενης πράξεως.
- Επειδή, νομίμως συζητήθηκε η υπόθεση χωρίς την παράσταση της Ν.Α. Αθηνών – Πειραιώς, ήδη Περιφέρειας Αττικής [άρθ. 3 παράγρ. 3 περίπτ. Θ΄ και 283 παράγρ. 2 του ν. 3852/2010 (Α΄ 87)] δεδομένου ότι έγιναν προς αυτήν οι νόμιμες κοινοποιήσεις, όπως προκύπτει από το από 6.9.2007 αποδεικτικό της επιμελήτριας του δικαστηρίου Ελ. Ζαγκάτση.
- Επειδή, από τις διατάξεις των παραγρ. 1 και 2 του άρθρου 24 του Συντάγματος συνάγεται ότι η πολεοδομική διαμόρφωση των οικιστικών περιοχών της Χώρας αποτελεί υποχρέωση της Πολιτείας, η ρυθμιστική δε αυτή αρμοδιότητα του Κράτους εκδηλώνεται με την θέσπιση κανόνων που αποβλέπουν στην προστασία του περιβάλλοντος, στην ορθολογική διάταξη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στο χώρο και στη διασφάλιση της λειτουργικότητας και της αισθητικής των οικισμών, εν όψει και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, κατά τρόπο ώστε να δημιουργούνται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης. Ειδικότερα, ο καθορισμός των περιοχών που προορίζονται για οργανωμένη κοινωνική διαβίωση ή παραγωγική δραστηριότητα, καθώς και του τρόπου οικιστικής διαρρύθμισης και δόμησης στις περιοχές αυτές, ανήκει αποκλειστικά στην κατά τα προαναφερόμενα ρυθμιστική αρμοδιότητα της Πολιτείας, η οποία, σύμφωνα με τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, δεν επιτρέπεται να ασκείται κατά τρόπο περιστασιακό, αλλά στο πλαίσιο ευρύτερου σχεδιασμού και με κριτήρια αντικειμενικά, συνδεόμενα προς τις πολεοδομικές ανάγκες κάθε περιοχής (ΣΕ 5479/2012, 3908/2007 7μ., 289/2009).
- Επειδή, το άρθρο 11 παρ. 2 του ν.δ. 797/1971 (Α΄ 1), όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 1 του ν. 212/1975 (Α΄ 252), προέβλεπε ότι οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις ανακαλούνται αυτοδικαίως αν παρέλθει ορισμένος χρόνος από την κήρυξή τους, χωρίς να έχει καθορισθεί η οφειλομένη αποζημίωση, και, ειδικότερα, ότι οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, οι οποίες κηρύσσονται κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί σχεδίων πόλεων ανακαλούνται αν παρέλθει οκταετία. Με τη διάταξη του άρθρου 36 παρ. 2 του ν. 1337/1983 (Α΄ 33) καταργήθηκε το άρθρο 11 παρ. 2 του ν.δ. 797/1991 και, συνεπώς, και ο θεσμός της αυτοδίκαιης ανάκλησης της απαλλοτριώσεως μετά την άπρακτη πάροδο οκταετίας από την κήρυξή της. Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 11 του «Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων» (Κ.Α.Α.Α.), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2882/2001 (Α΄ 17), «2. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση ανακαλείται υποχρεωτικά με πράξη της αρχής η οποία την έχει κηρύξει, ύστερα από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου που πιθανολογεί εμπράγματο δικαίωμα στο απαλλοτριωμένο ακίνητο, εάν μέσα σε τέσσερα έτη από την κήρυξή της δεν ασκηθεί αίτηση για το δικαστικό καθορισμό της αποζημίωσης ή δεν καθορισθεί αυτή εξωδίκως. Η αίτηση είναι απαράδεκτη εάν ασκηθεί μετά την πάροδο έτους από την παρέλευση της τετραετίας αυτής, σε κάθε δε περίπτωση μετά τη δημοσίευση της απόφασης καθορισμού της αποζημίωσης … Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν ισχύουν προκειμένου περί απαλλοτριώσεων προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων, ανάπτυξη οικιστικών περιοχών και για αρχαιολογικούς σκοπούς. 3. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως εάν δεν συντελεστεί μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας οριστικού καθορισμού αυτής, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης. Η αρμόδια για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης αρχή υποχρεούται να εκδώσει μέσα σε τέσσερις μήνες από τη λήξη της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 4. Εάν περάσουν άπρακτες οι κατά τις προηγούμενες παραγράφους 2 και 3 προθεσμίες ή εκδοθεί πράξη αρνητική, κάθε ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήσει από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωμένο ακίνητο, την έκδοση δικαστικής απόφασης, με την οποία να ακυρώνεται η προσβληθείσα πράξη ή παράλειψη και να βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία που ορίζεται από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2717/1999), πλην του άρθρου 66 αυτού. Στη δίκη καλείται ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση και το Δημόσιο. Η εκδιδόμενη απόφαση είναι ανέκκλητη». Από τις ανωτέρω διατάξεις δεν προβλέπεται αυτοδίκαιη ανάκληση των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων μετά την άπρακτη πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος από την κήρυξή τους (ΣΕ 5479/2012, πρβλ. 3773/2007). Και αυτές, όμως, οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, εφ’ όσον μετά την κήρυξή τους διατηρούνται, χωρίς να πραγματοποιείται η συντέλεσή τους σύμφωνα με τον νόμο, επί μακρό χρονικό διάστημα, το οποίο, υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, υπερβαίνει τα κατά την κρίση του αρμόδιου δικαστηρίου εύλογα όρια, αποτελούν νομικό και οικονομικό βάρος της ιδιοκτησίας, το οποίο είναι αντίθετο προς την συνταγματική προστασία της. Επομένως, στις περιπτώσεις αυτές, όπως και στις περιπτώσεις ρυμοτομικού βάρους, το οποίο συνεπάγεται ο χαρακτηρισμός ακινήτου ως χώρου κοινωφελών χρήσεων, ανακύπτει υποχρέωση της Διοικήσεως να άρει την αναγκαστική απαλλοτρίωση ή το ρυμοτομικό βάρος, η υποχρέωση δε αυτή δεν αναιρείται εκ του ότι για την άρση απαιτείται η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, για την οποία ο νόμος προβλέπει την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων, διότι η τροποποίηση με σκοπό την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή άλλου ρυμοτομικού βάρους είναι υποχρεωτική για την Διοίκηση (ΣΕ 5479/2012, πρβλ. 2084/2006, 2891/2004, 3269/2003 κ.ά.). Περαιτέρω, η Διοίκηση, όταν διαπιστώνει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή ρυμοτομικού βάρους, είτε κατά την εξέταση σχετικού αιτήματος του ενδιαφερόμενου ιδιοκτήτη, που έχει υποβληθεί δια της διοικητικής οδού, είτε μετά την έκδοση δικαστικής αποφάσεως που ακυρώνει την άρνηση της Διοικήσεως να ικανοποιήσει σχετικό αίτημα, οφείλει αμέσως και αφού τηρήσει τις διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις, ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα τόσο στους ιδιοκτήτες όσο και σε άλλους ενδιαφερόμενους να εκθέσουν τις απόψεις τους, να επιληφθεί προκειμένου να άρει την ρυμοτομική απαλλοτρίωση ή το ρυμοτομικό βάρος και, ταυτοχρόνως, να ρυθμίσει εκ νέου το πολεοδομικό καθεστώς του συγκεκριμένου ακινήτου. Η Διοίκηση, δηλαδή, δεν δεσμεύεται να καταστήσει άνευ ετέρου το ακίνητο οικοδομήσιμο, αλλά οφείλει να εξετάσει αν συντρέχουν λόγοι που εξ αντικειμένου δεν επιτρέπουν τη δόμησή του, όπως στις περιπτώσεις ακινήτων που έχουν δασικό χαρακτήρα ή βρίσκονται εντός αιγιαλού ή σε ζώνη προστασίας ρέματος, και, περαιτέρω, να συνεκτιμήσει κατά τρόπο τεκμηριωμένο αφ’ ενός τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου ακινήτου καθώς και τα χαρακτηριστικά και το νομοθετικό καθεστώς του οικιστικού συνόλου και της ευρύτερης περιοχής, στην οποία αυτό εντάσσεται (π.χ. πυκνοδομημένος οικισμός, οικισμός παραδοσιακός κατά τις διατάξεις του ν. 1577/1985, οικισμός υπαγόμενος στις διατάξεις του ν. 3028/2002, οικισμός σε περιοχή φυσικού κάλλους, οικισμός σε περιοχή προστασίας της φύσεως κ.λπ.), αφ’ ετέρου τις πολεοδομικές ανάγκες και τον πολεοδομικό σχεδιασμό της περιοχής, ιδίως μάλιστα αν συντρέχει σοβαρή ανάγκη για τη δημιουργία κοινόχρηστου ή κοινωφελούς χώρου, και τις δεσμεύσεις και κατευθύνσεις τυχόν υφισταμένου Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου ή άλλων συναφών σχεδίων, προκειμένου να αποφεύγονται αποσπασματικές ρυθμίσεις, οι οποίες θα ανέτρεπαν ουσιώδεις επιλογές του πολεοδομικού σχεδιασμού, τέλος δε, την πρόθεση και δυνατότητα για την άμεση κατά νόμο συντέλεση της νέας απαλλοτριώσεως, με την χωρίς καθυστέρηση καταβολή της προσήκουσας αποζημίωσης στον θιγόμενο ιδιοκτήτη. Εν όψει δε όλων των ανωτέρω εκτιμήσεων, η Διοίκηση οφείλει να κρίνει αν η ιδιοκτησία πρέπει, για κάποιο νόμιμο λόγο, (α) να παραμείνει εκτός πολεοδομικού σχεδιασμού ή (β) να δεσμευθεί εκ νέου με την επανεπιβολή ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή ρυμοτομικού βάρους, εφ’ όσον συντρέχουν οι ανωτέρω νόμιμες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται, όπως προεκτέθηκε, η δυνατότητα άμεσης αποζημίωσης των θιγόμενων ιδιοκτητών, ή (γ) να καταστεί οικοδομήσιμη, είτε με τους γενικούς όρους δόμησης είτε, ενδεχομένως, με ειδικούς όρους δόμησης, που πρέπει να καθορισθούν (ΣΕ 5479/2012, ΣΕ 3908/2007 7μ.). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι με μόνη την δημοσίευση της δικαστικής αποφάσεως, με την οποία ακυρώνεται η άρνηση της Διοικήσεως να άρει ρυμοτομική απαλλοτρίωση ή ρυμοτομικό βάρος, το ακίνητο δεν καθίσταται οικοδομήσιμο, αλλά, μέχρι την ολοκλήρωση, κατά τα ανωτέρω, της τροποποίησης του σχεδίου πόλεως ή της πολεοδομικής μελέτης, παραμένει πολεοδομικώς αρρύθμιστο. Εξ άλλου, κατά την προαναφερόμενη εκτίμηση της Διοικήσεως περί του επιβλητέου μετά την άρση της απαλλοτρίωσης ή του ρυμοτομικού βάρους πολεοδομικού καθεστώτος, η κρίση περί της δυνατότητας ή μη αποζημιώσεως των θιγόμενων ιδιοκτητών για την συντέλεση της απαλλοτριώσεως, με την οποία συναρτάται η δυνατότητα επανεπιβολής της απαλλοτρίωσης, πρέπει επίσης να είναι νομίμως και ειδικώς αιτιολογημένη. Τέλος, όταν η αρμοδιότητα τροποποίησης του σχεδίου ανήκει στα όργανα της κρατικής Διοικήσεως, η κρίση για τη συνδρομή των ως άνω προϋποθέσεων και στοιχείων, ιδίως δε για το πολεοδομικώς αναγκαίο ή μη της διατήρησης του κοινόχρηστου ή του κοινωφελούς χώρου, πρέπει να εκφέρεται και από τα όργανα αυτά (ΣΕ 5479/2012, 3908/2007 7μ., 3232/2008).
- Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Το Ο.Τ. 137 εντάχθηκε στο σχέδιο πόλεως του αιτούντος Δήμου δυνάμει του από 9.12.1927 π.δ/τος (Α΄ 317) ως δύο ξεχωριστά οικοδομικά τετράγωνα (Ο.Τ. 29 και Ο.Τ. 30), τα οποία χώριζε οδός πλάτους 10μ., ενώ τη σημερινή μορφή ενιαίου Ο.Τ., εμβαδού 2.413,14 τ.μ., έλαβε μετά την κατάργηση της οδού αυτής με το από 26.8.1936 β.δ/γμα (Α΄ 392). Στη συνέχεια, με το από 15.4.1988 π.δ/γμα (Δ΄ 353) αναθεωρήθηκε το ρυμοτομικό σχέδιο του Δήμου Ψυχικού και το επίμαχο Ο.Τ. χαρακτηρίσθηκε ως χώρος κοινόχρηστου πρασίνου. Κατά του τελευταίου διατάγματος η παρεμβαίνουσα εταιρεία άσκησε αίτηση ακυρώσεως, η οποία απερρίφθη με την απόφαση 2590/1992 του Δικαστηρίου. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι η μετατροπή του Ο.Τ. 137 σε κοινόχρηστο χώρο πρασίνου αιτιολογείται επαρκώς λόγω της φύσεως της περιοχής, η οποία βρίσκεται στις παρυφές του λατομείου, όπου δεν υπάρχει οποιαδήποτε βλάστηση, αλλά μόνο βράχος, και των μεγάλων κλίσεων του εδάφους (άνω του 40%), οι οποίες είχαν ως συνέπεια αφ’ ενός μεν τη δημιουργία κτισμάτων που αλλοιώνουν το περιβάλλον, αφ’ ετέρου δε και εν όψει της δημιουργίας του οδικού δικτύου, την καταστροφή του τοπίου λόγω των εκσκαφών, των πρανών και των ψηλών τοίχων αντιστήριξης. Κατόπιν, ύστερα από αίτηση της ίδιας εταιρείας, εκδόθηκε η 1107/2001 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία ακυρώθηκε η άρνηση της Διοικήσεως να άρει την ρυμοτομική απαλλοτρίωση που επιβλήθηκε στο ανωτέρω Ο.Τ., για το λόγο ότι παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς η απαλλοτρίωση να έχει συντελεσθεί, η δε υπόθεση παραπέμφθηκε στη Διοίκηση προκειμένου να κριθεί, εν όψει και της διατάξεως του άρθρου 28 του ν. 1337/83, αν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις άρσεως της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, σε καταφατική δε περίπτωση να αρθεί η απαλλοτρίωση με τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου. Εν συνεχεία, μετά τα έγγραφα 2411/Φ.Τροπ/2001/4.2.2001 της Διεύθυνσης ΠΕΧΩ της Περιφέρειας Αττικής και 41582/855/ΔΣΕ/1/13.1.2003 του Τμήματος Πολεοδομικού Σχεδιασμού της Νομαρχίας Αθηνών, με τα οποία ζητήθηκε από τον Δήμο Ψυχικού να γνωστοποιήσει τυχόν πρόθεσή του περί επανεπιβολής της απαλλοτρίωσης στο Ο.Τ. 137, εκδόθηκε η 56/2005 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του αιτούντος Δήμου (βλ. και 46/2006 απόφαση του αυτού), στην οποία αναφέρεται ότι το επίμαχο Ο.Τ. έχει καταστεί κοινόχρηστος χώρος λόγω συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 28 του ν. 1337/1983 και ότι, συνεπώς, δεν συντρέχει λόγος τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου προς άρση της απαλλοτρίωσης. Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση του Δ.Σ. του Δήμου Ψυχικού προτείνονται όροι και περιορισμοί δομήσεως του Ο.Τ. σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι το Ο.Τ. 137 δεν εμπίπτει στην διάταξη του άρθρου 28 του ν. 1337/83, μεταξύ των οποίων ποσοστό κάλυψης 40% και συντελεστής δόμησης 0,60. Με τις 3/συν. 2/29.1.2004, 2/συν. 29/16.12.2004 και 6/συν. 23/4.11.2005 γνωμοδοτήσεις του Σ.Χ.Ο.Π. του Τομέα Αν. Αθήνας της Νομαρχίας Αθηνών, το οποίο έλαβε υπ’ όψη τις απόψεις του αιτούντος Δήμου, προτάθηκε η άρση της απαλλοτρίωσης του Ο.Τ. 137 και η μετατροπή του από κοινόχρηστο σε οικοδομήσιμο χώρο, με την αιτιολογία ότι μετά από αυτοψία που διενεργήθηκε στην περιοχή και επισκόπηση πρόσφατων φωτογραφιών διαπιστώθηκε ότι η εν λόγω έκταση δεν έχει καταστεί κοινόχρηστη, ώστε να εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 1337/83, και συνεπώς η Διοίκηση υποχρεούται να συμμορφωθεί με την 1107/2001 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου και να άρει την επίμαχη απαλλοτρίωση (βλ. εισήγηση προς το Σ.Χ.Ο.Π. 68/28.1.2004). Εξ άλλου, με τις 2/συν. 19/21.9.2006, 2/συν. 23/7.12.2006, 1/συν. 4/28.2.2007 και 1/συν. 5/8.3.2007 γνωμοδοτήσεις του Σ.Χ.Ο.Π. απερρίφθησαν σχετικές ενστάσεις, μεταξύ άλλων, και του αιτούντος Δήμου κατά της τροποποίησης του σχεδίου πόλεως στο Ο.Τ. 137, με τις δε 1/συν. 4/28.2.2007 και 1/συν. 5/8.3.2007 γνωμοδοτήσεις του ίδιου οργάνου προτάθηκαν όροι δόμησης για το εν λόγω Ο.Τ. αυστηρότεροι των ισχυόντων στην περιοχή (κάλυψη 25% και Σ.Δ. 0,40) «για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος καθόσον το Ο.Τ. 137 γειτνιάζει με δασική έκταση, λαμβάνοντας παράλληλα υπ’ όψιν το σχήμα του Ο.Τ. και το ανάγλυφο του εδάφους». Κατόπιν τούτου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία τροποποιήθηκε το σχέδιο πόλεως στο Ο.Τ. 137 με άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, μετατροπή του χώρου σε οικοδομήσιμο και καθορισμό όρων δόμησης αντίστοιχων προς τους ισχύοντες στην ευρύτερη περιοχή (χρήση αμιγούς κατοικίας, κάλυψη 40%, σ.δ. 0,60 κ.λπ.), σύμφωνα με τα π.δ/τα της 14.9.1979 (Δ΄ 553) και της 10.3.1980 (Δ΄ 172), και σε αντίθεση με τις ανωτέρω γνωμοδοτήσεις του ΣΧΟΠ, με την αιτιολογία ότι «δεν αιτιολογείται νομίμως η επιβολή πρόσθετων όρων δόμησης στο Ο.Τ. 137 κα[τ]’ απόκλιση των γενικώς ισχυόντων στην περιοχή και ειδικώς στα όμορα οικοδομικά τετράγωνα, των οποίων το ανάγλυφο είναι όμοιο με το ανάγλυφο του ανωτέρω οικοπέδου, ούτε προτείνεται με συγκεκριμένο και σαφή τρόπο η αναγκαιότητα επιβολής πρόσθετων, δυσμενών για την εν λόγω ιδιοκτησία, όρων δόμησης για την προστασία του φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος».
- Επειδή, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω στοιχεία του φακέλου, και ιδίως από τις γνωμοδοτήσεις του ΣΧΟΠ και τις αντίστοιχες εισηγήσεις ενώπιον του οργάνου αυτού, η Διοίκηση εχώρησε στην επίδικη τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου με την μη νόμιμη αντίληψη ότι, εφ’ όσον το επίμαχο Ο.Τ. δεν κατέστη κοινόχρηστο κατά τις διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 1337/83, η ίδια υπεχρεούτο να άρει τη ρυμοτομική απαλλοτρίωση σε συμμόρφωση προς την 1107/2001 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με τα δεδομένα όμως αυτά η αιτιολογία της προσβαλλομένης δεν είναι νόμιμη διότι η Διοιίκηση παρέλειψε να αξιολογήσει, ως όφειλε, τα ειδικά μορφολογικά χαρακτηριστικά, τόσο του επίδικου Ο.Τ. όσο και της περιοχής, στην οποία εντάσσεται αυτό, κυρίως λόγω των έντονων, μέχρι 40%, κλίσεων και της άμεσης γειτνίασής του με δασική περιοχή, όπως κρίθηκε και με την 2590/1992 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, και να εξετάσει αν τυχόν συντρέχουν λόγοι που δεν επιτρέπουν την δόμηση του Ο.Τ. αυτού εν όψει της θέσεως και των μορφολογικών χαρακτηριστικών του και να αιτιολογήσει ειδικώς τη σχετική κρίση της, εξετάζοντας και το ενδεχόμενο να εξαιρεθεί το ανωτέρω Ο.Τ. από το ρυμοτομικό σχέδιο (πρβλ. ΣΕ 5479/2012, 3908/2007 7μ., 3892/2007, 2603, 3232/2008, 289/2009). Για τον λόγο αυτό, που προβάλλεται βασίμως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί η ασκηθείσα παρέμβαση, η δε υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στη Διοίκηση για νέα, νόμιμη κρίση. Μετά δε την αποδοχή της αιτήσεως για τον λόγο αυτό, καθίσταται αλυσιτελής η εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακυρώσεως.